κληρικόν, τόν
Ερμηνεία:
[οκληρικός, του κληρικού (ιερωμένος οποιουδήποτε βαθμού)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ο κλήρος (κομάτι ξύλου, πέτρας, οστράκου, λαχνός) < (Όμηρ.) κλάω, κλώ (σπάζω, τεμαχίζω) < Μεσαιωνικό κληρικός]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... ἐδάφια αὐτὰ τῆς Γραφῆς, ἀφελῶς ἔλεγεν, ἀποτεινόμενος πρὸς κληρικὸν φίλον μας:.[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|